ευθυμητρικός

ευθυμητρικός
-ή, -ό
1. αυτός που εξέρχεται από τη μήτρα ευθέως
2. φρ. α) «ευθυμητρικοί σύνδεσμοι» — δύο σύνδεσμοι που προσφύονται πίσω από τον αυχένα τής μήτρας
β) «ευθυμητρικός μυς» — μυς που συνδέει τη μήτρα με το απευθυσμένο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”